- ἐϋκερδής
- ἐϋκερδής, ές,A gainful, Opp.C.1.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εϋκερδής — ἐϋκερδής, ές (Α) (επικ. τ.) επικερδής, κερδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κερδης (< κέρδος), πρβλ. επι κερδής] … Dictionary of Greek
ἐυκερδέος — ἐυκερδής gainful masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκερδία — εὐκερδία, ἡ (Μ) [ευκερδής] κέρδος, όφελος … Dictionary of Greek